Η ΔΕΠ-Υ είναι μια από τις πιο συχνές συμπεριφορικές διαταραχές και η συχνότερη νευροαναπτυξιακή διαταραχή της παιδικής ηλικίας. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των παιδιών σχολικής ηλικίας με ΔΕΠ-Υ ανέρχεται σε 3-7% ή σε 1-2% , ανάλογα με το αν θα εφαρμοστούν τα κριτήρια του Diagnostic and Statistical Manual-IV-text revised (DSM-IV-T), ή τα αυστηρότερα κριτήρια του International Classification of Diseases (ICD-10), αντίστοιχα. Η αναλογία αγοριών προς κορίτσια κυμαίνεται από 3:1 έως 5:1. Η συμπτωματολογία της ΔΕΠ-Υ διαφοροποιείται ανάλογα με τα αναπτυξιακά στάδια και χαρακτηρίζεται από ακατάλληλη για την ηλικία απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα.
Ποίοι είναι οι παράμετροι που καθορίζουν την ΔΕΠ-Υ;
Τα κύρια χαρακτηριστικά των παιδιών με ΔΕΠ-Υ είναι η εκδήλωση συμπτωμάτων απροσεξίας και /ή παρορμητικότητας – υπερκινητικότητας, σε βαθμό δυσανάλογο με την ηλικία τους με αποτέλεσμα να εμφανίζουν περιορισμένες ικανότητες για συγκέντρωση της προσοχής τους, αναστολή των παρορμήσεων τους και ρύθμιση της συμπεριφοράς τους σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες.
Τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ είναι πάντα παρόντα, αλλά μπορούν να μεταβάλλονται από στιγμή σε στιγμή και από την μια κατάσταση στην άλλη. Επίσης τα συμπτώματα αλλάζουν ανάλογα με την ηλικία και το φύλο του παιδιού. Στην συνέχεια παρέχουμε τυπικές περιγραφές από κάποια συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ που είναι τα εξής:
- Δυσκολία εστίασης της προσοχής σε δραστηριότητες που κινούν το ενδιαφέρον άλλων παιδιών της ηλικίας του
- Δυσχέρεια στην εκτέλεση απλών οδηγιών
- Διακοπή του παιχνιδιού άλλων παιδιών
- Παραβίαση της απαγόρευσης πρόσβασης σε μη επιτρεπόμενους χώρους, χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες
- Άσκοπη κινητικότητα σε δραστηριότητες όπως το τρέξιμο, το πήδημα, το άγγιγμα χωρίς μεσοδιάστημα ανάπαυλας
- Ξαφνικές συναισθηματικές εκρήξεις
- Κακή συμπεριφορά που επιμένει, παρά τις επαναλαμβανόμενες συστάσεις.
Εάν διαπιστωθεί ότι εκδηλώνονται σε σταθερή βάση τρία και πλέον από τα παραπάνω συμπτώματα, το παιδί πρέπει να εξετασθεί από ειδικό, ώστε να αποκλεισθούν άλλα ιατρικά αίτια που μπορεί να εξηγούν αυτή τη συμπεριφορά και έπειτα να γίνει αξιολόγηση της κατάστασης.
Η Κλινική εικόνα των παιδιών με ΔΕΠ-Υ:
Η κλινική εικόνα που παρουσιάζουν τα παιδία με ΔΕΠ-Υ επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι το φύλο και η ηλικία του παιδιού, οι συνήθεις αντιδράσεις των γονέων στη συμπεριφορά του αλλά και οι συνθήκες μέσα στις οποίες αυτά τα συμπτώματα εκδηλώνονται. Επομένως, η κλινική εικόνα δυο παιδιών με ΔΕΠ-Υ μπορεί να είναι πολύ διαφορετική και αντίστοιχη με την επίδραση των προαναφερθέντων παραγόντων. Επίσης, ανάλογα με τη βαρύτητα των συμπτωμάτων της απροσεξίας ή της παρορμητικότητας-υπερκινητικότητας, η εικόνα αυτή ενδέχεται να διαφοροποιείται ακόμη περισσότερο.
Τα παιδία με ΔΕΠ-Υ είναι συνήθως πολύ ανήσυχα και δυσκολεύονται να μείνουν για πολλή ώρα στο ίδιο σημείο. Είναι ακατάστατα, αδέξια και συχνά μπορεί να κάνουν ζημίες και να προκαλούν αναστάτωση στο περιβάλλον τους. Όταν οι περιστάσεις απαιτούν να κάνουν οικονομία στις κινήσεις τους, τα παιδία αυτά αισθάνονται εξαιρετικά άβολα, στριφογυρίζουν στην καρέκλα τους και κινούν νευρικά χέρια και πόδια.
Η ανυπομονησία είναι επίσης ένα άλλο χαρακτηριστικό των παιδιών με ΔΕΠ-Υ. Τα περισσότερα από αυτά δεν περιμένουν να ακούσουν μέχρι το τέλος τις οδηγίες που τους δίνονται προτού εκτελέσουν μια δραστηριότητα. Συχνά βιάζονται να απαντήσουν προτού ολοκληρωθεί η ερώτηση που τους απευθύνεται. Πολλές φορές επιδιώκουν να προσελκύσουν την προσοχή των άλλων με προκλητικό τρόπο. Φαίνεται επίσης ότι αδιαφορούν για τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους και ότι δεν επηρεάζονται από τις προηγούμενες εμπειρίες τους. Οι γονείς και οι δάσκαλοι αναφέρουν ότι τα παιδία αυτά δίνουν συχνά την εντύπωση ότι είναι απρόσεκτα και αφηρημένα. Δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν για πολλή ώρα σε μια δραστηριότητα και μεταπηδούν από τη μια ασχολία στην άλλη.
Η Διάγνωση της ΔΕΠ-Υ
Είναι γεγονός ότι υπάρχει η τάση και η ευκολία τα ζωηρά παιδία να χαρακτηρίζονται ως υπερκινητικά, αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ανταποκρίνεται και στην πραγματικότητα. Όλα τα παιδία είναι κάποιες φορές ανήσυχα, δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν, δρουν χωρίς να σκέφτονται. Όμως η υπόνοια της ΔΕΠ-Υ πρέπει να μας απασχολεί όταν η υπερκινητικότητα, η διάσπαση προσοχής και η δυσκολία συγκέντρωσης ενός παιδιού αρχίζει να επηρεάζει την απόδοση του στο σχολείο ή τις κοινωνικές του σχέσεις. Σημαντικό είναι, επίσης, και το γεγονός ότι για να διαγνωσθεί ένα παιδί με ΔΕΠ-Υ θα πρέπει να παρουσιασθεί μια σειρά από συμπτώματα.
Ένα και μοναδικό σύμπτωμα αποτελεί ένδειξη και όχι απόδειξη.Η διαδικασία διάγνωσης της ΔΕΠ-Υ απαιτεί τη χρήση πολλαπλών διαγνωστικών μεθόδων. Οι πληροφορίες που χρειάζεται ο ειδικός μπορούν να συγκεντρωθούν μέσα από συνεντεύξεις με τους γονείς, το παιδί και τους παιδαγωγούς, με χρήση κλιμάκων αξιολόγησης, με εργαστηριακές μετρήσεις των συμπτωμάτων ΔΕΠ-Υ, με τεχνικές άμεσης παρατήρησης της συμπεριφοράς του παιδιού καθώς και με μετρήσεις που αφορούν το επίπεδο λειτουργικότητας τόσο του παιδιού όσο και της οικογένειας του.
Επιπλέον χρειάζεται λεπτομερής αξιολόγηση του παιδιού σε γνωστικό, συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο, καθώς και αξιολόγηση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει και μεγαλώνει. Ένας πολύ σημαντικός στόχος της διάγνωσης είναι επίσης ο προσδιορισμός της συννοσηρότητας της ΔΕΠ-Υ με άλλες διαταραχές και η αξιολόγηση της επίδρασης που ενδέχεται να ασκούν αυτές οι διαταραχές στο σχεδιασμό του θεραπευτικού προγράμματος και στην πρόγνωση της εξέλιξης του παιδιού.
Γράφει ο Αντώνης Λαμπράκης,
Κοινωνιολόγος – Ειδικός Παιδαγωγός (MSc), Υποψήφιος Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Αθηνών
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ελληνόγλωσση
Αμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία. (2000).
Η φροντίδα του μωρού και του μικρού σας παιδιού – Από τη γέννηση έως τα 5 του χρόνια. Αθήνα: Ποταμός.
Κακούρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ., (2006).
Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Μανιαδάκης.
Κουμούλα, Α., (2012). Η εξέλιξη της ΔΕΠ-Υ στον χρόνο.
Ψυχιατρική 2012, 23 (Παράρτημα 1): 49-59.
Ξενόγλωσση
American Phychiatric Association (2000). Diagnostic and Statistical manual of mental Disorders (4
th ed., text revision). Washington, DC: Author.
Barkley, R. (1996). Attention Deficit Hyperactivity Disorder. In Marsh E.J. and Barkley R. (eds). Child Psychology. New York: Guildford Press.
DuPaul, G. J., & Stoner, G. (2003).
ADHD in the schools: Assessment and intervention strategies(2nd ed.). New York: Guilford.
Faraone, S., Biederman, J., Krifcher Lehman B. (1993). Intellectual performance and school failure in children with attention deficit hyperactivity disorder an d their sibling. J Abnorm Psychol 102:616-623.
Magyary D, Brandt P (2002) A decision tree and clinical paths for the assessment and management of children with ADHD.
Mental Health Nursing. 23, 6, 553-566.
Mautone, J. A., Lefler, E. K., & Power, T. J. (2011). Promoting family and school success for children with ADHD: Strengthening relationships while building skills.
Theory into Practice, 50, 43-51.
MTA Cooperative Group. (2004). National Institute of Mental Health multimodal treatment study of ADHD follow-up: 24-month outcomes of treatment strategies for attention-deficit hyperactivity disorder. Pediatrics, 113, 754-761.
Rogers, S. J., and Ozonoff, S. (2005).Annotation: what do we know aboutsensorydysfunction in autism? A critical review of the empirical evidence.
J. Child Psychol. Psychiatry 46, 1255–1268.
Semrud, MS., Biederman, J., Sprich, S., Krifcher, B., Norman, D., Faraone, S., (1992). Comorbidity between ADHD and learning disability: a review and report in a clinically referred sample. I am Acad Child adolesc Psychiatry 31:439-448.
Valente, SM. (2001). Treatment attention deficit hyperactivity disorder.
The nurse practitioner, 26, 14-26